-
1 ἐπ-εμ-βάλλω
ἐπ-εμ-βάλλω (s. βάλλω), 1) noch dazu darauf werfen, legen, πῶμα πίϑοιο Hes. O. 98; τῆςδε γῆς σωτῆρα σεαυτὸν τῷδ' ἐπεμβάλλεις λόγῳ, du trägst dich zum Retter dieses Landes an, Soph. O. C. 464, αἱματηρὰ στόμιά τινι Eur. I. T. 935; καταῤῥήξω μέλαϑρα καὶ δόμους ἐπεμβαλῶ Herc. Fur. 864, γράμματα, zusetzen, einschieben, Plat. Crat. 399 a u. öfter; auch im med., Polit. 277 a; χοίνικας ὑπὲρ τὸ μέτρον τέσσαρας Luc. Tim. 57; – pfropfen, σῦκα ἐπεμβεβλημένα Ath. XIV, 653 d. – 2) intrans., von Flüssen (sc. ὕδωρ) noch außerdem hineinfließen, Xen. Hell. 4, 2, 6.
См. также в других словарях:
επεμβάλλω — ἐπεμβάλλω (AM) [εμβάλλω] μσν. (νομ.) φρ. ἐπεμβάλλω ἑμαυτόν παρεμβάλλομαι, μεσολαβώ για ξένο χρέος αρχ. 1. τοποθετώ, βάζω επί πλέον («πρόσθεν γὰρ ἐπέμβαλε πῶμα πίθοιο», Ησίοδ.) 2. συσσωρεύω λέξεις 3. καταρρίπτω, γκρεμίζω προς τα μέσα («δόμους… … Dictionary of Greek